ἀνακόλουθα

ἀνακόλουθα
ἀνακόλουθος
inconsequent
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές …   Dictionary of Greek

  • ρητορικά σχήματα — Καθιερωμένοι τύποι όχι κοινών γλωσσικών εκφράσεων, που έχουν σκοπό να καλλωπίζουν τον λόγο. Ως τεχνική του ωραίου γραψίματος, η ρ. διέκρινε το αντικείμενό της σε δυο χωριστές σφαίρες: την επινόηση, δηλαδή την εκλογή και τη διαδοχική σειρά των… …   Dictionary of Greek

  • ανακόλουθος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι σύμφωνος με τον εαυτό του, ο ασυνεπής: Είναι γνωστός ως άνθρωπος ανακόλουθος. 2. αυτός που δεν έχει λογική συνοχή, ασυνάρτητος: Μου αράδιασε λόγια ανακόλουθα. 3. «ανακόλουθο σχήμα», εκείνο το σχήμα λόγου στο οποίο σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”